- ἀπονηστίζεσθαι
- ἀπονηστίζομαιbreak one's fastpres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίλυσις — ύσεως, η, ΜΑ [περιλύω] κατάργηση, διάλυση (α. «ἀπονηστίζεσθαι τῇ τοῡ Πάσχα περιλύσει» β. «περίλυσις γάμου») αρχ. (ως κύριο όν. στον πληθ.) Περιλύσεις τίτλος έργου τού Μουσαίου … Dictionary of Greek